- εὐτελέστατος
- εὐτελήςeasily paid formasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατώτατος — η, ο (ΑΜ κατώτατος, άτη, ον) [κάτω] αυτός που βρίσκεται στην πιο κάτω θέση, ο χαμηλότατος (α. «βρίσκεται στο κατώτατο σκαλοπάτι» β. «τὸ κατώτατον οἴκημα», Ξεν.) νεοελλ. 1. (για ποσό) έσχατος, τελευταίος («κατώτατη τιμή») 2. αυτός που έχει την πιο … Dictionary of Greek
πανευτελής — ές, Μ εντελώς ευτελής, ευτελέστατος, μηδαμινός, αχρείος … Dictionary of Greek
παράς — Ασημένιο οθωμανικό νόμισμα, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1623. Αρχικά περιείχε 1,1 γραμμάρια ασήμι. Από τα τέλη του 17ου αι. εξελίχθηκε σε βασική νομισματική μονάδα, ίση με 1/4 του πιάστρου. Στα μέσα του 19ου αι., η περιεκτικότητά του σε ασήμι… … Dictionary of Greek
ՉՆՉԻՆ — (չենոյ, ոց.) NBH 2 0577 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. εὑτελής (դիւրածախ, դիւրագին.) εὑτελέστατος , ἑλάχιστος, σμικρότατος tenuis, vilis, frivolus, vilissius, exiguus, minimus οὑδαμός nihil. (ի բառէս Չինչ, այսինքն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κατώτατος — η, ο επίρρ. α υπερθ. από το επίρρ. κάτω χαμηλότατος, έσχατος, ευτελέστατος: Δεν έπιασε ούτε το κατώτατο όριο επίδοσης στο τρέξιμο που έχει οριστεί για τους Ολυμπιακούς αγώνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)